- δυσχερᾶναν
- δυσχεραίνωto be unable to endureaor part act neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
Λάρισα Αργεώτις — Η αρχαία ακρόπολη του Άργους. Βρισκόταν σε κορυφή λόφου ύψους 289 μ., όπου σώζονται πελασγικά, ρωμαϊκά και μεσαιωνικά τείχη. Υπήρχαν επίσης ναοί του Δία, της Αθηνάς, του Απόλλωνα Δειραδιώτου, της Αθηνάς Οξυδερκούς και της Ήρας. Αποτελούσε μία… … Dictionary of Greek
δυσχεραίνω — δυσχέρανα, δυσκολεύω: Οι κατολισθήσεις στο δρόμο δυσχέραναν την επικοινωνία των δύο γειτονικών χωριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)